ψειρού

ψειρού
η тюрьма

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψειρού" в других словарях:

  • ψειρής — ο θηλ. ψειρού 1. ψειριάρης. 2. ακάθαρτος άνθρωπος ή φτωχός που επιδιώκει να παρουσιάζεται ως εύπορος. 3. το θηλ. ως ουσ., ψειρού, η φυλακή: Είναι στην ψειρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψειρής — ο, θηλ. ψειρού, Ν [ψείρα] 1. ψειριάρης 2. το θηλ. η ψειρού μτφ. η φυλακή 3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ατημέλητος και βρόμικος άνθρωπος β) φιλάργυρος, τσιγκούνης γ) φτωχός που προσπαθεί να φαίνεται πλούσιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»